γελασίνος

γελασίνος
ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γελασῖνος — laugher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελασῖνοι — γελασῖνος laugher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελασῖνον — γελασῖνος laugher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • γελασίνοις — γελασί̱νοις , γελασῖνος laugher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελασίνους — γελασί̱νους , γελασῖνος laugher masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”